οφιοδειρος

οφιοδειρος
    ὀφιόδειρος
    ὀφιό-δειρος
    2
    [δείρω = δέρω См. δερω] сдирающий кожу со змей, по по друг. [δειρή] обладающий змеиной шеей Arst.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "οφιοδειρος" в других словарях:

  • οφιόδειρος — ὀφιόδειρος, ον (Α) αυτός που έχει λαιμό φιδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄφις, ιος + δειρή «τράχηλος, λαιμός»] …   Dictionary of Greek

  • ὀφιοδείρους — ὀφιόδειρος serpent throated masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όφις — (Αστρον.). Αστερισμός που αποτελείται από 74 αστέρες. Ο λαμπρότερος του αστέρας είναι ο Α της κεφαλής του και είναι τρίτου μεγέθους (2,7). * * * ο (ΑΜ ὄφις, εως, Α ποιητ. γεν. ὄφεος, δωρ. και ιων. γεν. ὄφιος) 1. φίδι 2. ως κύριο όν. ο Όφις… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»